- λογχούμαι
- λογχοῡμαι, -όομαι (Α) [λόγχη]παθ.1. είμαι εφοδιασμένος με λόγχη2. είμαι στολισμένος με κάτι («στολὴ χρυσῷ λελογχωμένη», Ιω. Λυδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek